καταφυλλοροέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφυλλοροέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
|lsmtext='''καταφυλλοροέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφυλλοροέω:''' досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать (τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.).
}}
}}