κατάφωρος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάφωρος:''' <b class="num">1)</b> пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. [[γενέσθαι]], κατέφυγε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.
}}
}}