3,273,265
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников. | |||
}} | }} |