καταστολίζω: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καταστολίζω]])<br />[[στολίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπερβολικά, [[φορτώνω]] με στολίδια, [[στολίζω]] άφθονα.
|mltxt=(Α [[καταστολίζω]])<br />[[στολίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπερβολικά, [[φορτώνω]] με στολίδια, [[στολίζω]] άφθονα.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστολίζω:''' одевать, наряжать Plut.
}}
}}