κατοπτρίζω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοπτρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]], [[αντανακλώ]] όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν [[δόξαν]], κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν [[καθρέφτης]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατοπτρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]], [[αντανακλώ]] όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν [[δόξαν]], κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν [[καθρέφτης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κατοπτρίζω:''' <b class="num">1)</b> показывать как в зеркале, отражать (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. глядеться в зеркало или отражаться в зеркале Sext.;<br /><b class="num">3)</b> видеть как бы в зеркале (τὴν [[δόξαν]] κυρίου NT).
}}
}}