κατισχναίνω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατισχναίνω:''' <b class="num">1)</b> истощать, изнурять, иссушать (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> ослаблять, уменьшать (τὸν ἔρωτα Anth.).
}}
}}