καταστύφελος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστύφελος:''' [ῠ], -ον, [[πολύ]] [[τραχύς]] ή [[απότομος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καταστύφελος:''' [ῠ], -ον, [[πολύ]] [[τραχύς]] ή [[απότομος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστύφελος:''' (ῠ) весьма твердый, каменистый ([[πέτρη]] HH; [[χῶρος]] Hes.).
}}
}}