καταυλέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παίζω]] τον αυλό σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, παίζοντας για λογαριασμό κάποιου, στον ίδ. — Παθ., [[αντηχώ]] με τον ήχο του αυλού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[καταβάλλω]] με το [[παίξιμο]] του αυλού· γενικά, [[αφήνω]] άφωνο, [[εξουδετερώνω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καταυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παίζω]] τον αυλό σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, παίζοντας για λογαριασμό κάποιου, στον ίδ. — Παθ., [[αντηχώ]] με τον ήχο του αυλού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[καταβάλλω]] με το [[παίξιμο]] του αυλού· γενικά, [[αφήνω]] άφωνο, [[εξουδετερώνω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταυλέω:''' <b class="num">1)</b> услаждать слух игрой на свирели (τινος Plat.); pass. наслаждаться игрой на свирели (μεθύειν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> оглашать звуками свирели ([[νῆσος]] ἐφ᾽ ἡμέρας πολλὰς κατηυλεῖτο Plut.);<br /><b class="num">3)</b> играть на свирели Plat., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> перен. заколдовывать, сковывать (τινα φόβῳ Eur.).
}}
}}