κλώζω: Difference between revisions

198 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλώζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κοάζω]], [[κρώζω]], λέγεται για κάργιες, καλιακούδες· [[έπειτα]], ως [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας, [[κρώζω]], [[κακαρίζω]], γιουχαΐζω, σε Δημ.
|lsmtext='''κλώζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κοάζω]], [[κρώζω]], λέγεται για κάργιες, καλιακούδες· [[έπειτα]], ως [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας, [[κρώζω]], [[κακαρίζω]], γιουχαΐζω, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλώζω:''' (fut. κλώξω) досл. клохтать, кудахтать, перен. освистывать или шикать (κ. καὶ συρίττειν Dem.).
}}
}}