κνημιδοφόρος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνημῑδοφόρος:''' имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).
}}
}}