κόννος: Difference between revisions

3
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόννος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[γένι]] («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) [[σκόλλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>νν</i>-)].
|mltxt=[[κόννος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[γένι]] («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) [[σκόλλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>νν</i>-)].
}}
{{elru
|elrutext='''κόννος:''' v. l. [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).
}}
}}