κολακευτικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰκευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την [[κολακεία]], αυτός που έχει [[προδιάθεση]] στην [[κολακεία]], σε Λουκ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κολακεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κολᾰκευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την [[κολακεία]], αυτός που έχει [[προδιάθεση]] στην [[κολακεία]], σε Λουκ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κολακεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολᾰκευτικός:''' льстивый, заискивающий, угодливый Luc.
}}
}}