κύρωσις: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύρωσις:''' [ῡ], -εως, ἡ ([[κυρόω]]), [[επικύρωση]], [[γνησιότητα]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''κύρωσις:''' [ῡ], -εως, ἡ ([[κυρόω]]), [[επικύρωση]], [[γνησιότητα]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κύρωσις:''' εως (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> решение, согласие, соглашение (κ. [[οὐδεμία]] ἐγίγνετο Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> суть, сущность ([[πᾶσα]] ἡ [[πρᾶξις]] καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.).
}}
}}