κονίσαλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κονίσᾰλος:''' [ῑ] ([[κόνις]]), [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κονίσᾰλος:''' [ῑ] ([[κόνις]]), [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κονίσᾰλος:''' (ῑ) ὁ песок, песчаный столб, туча пыли (τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. [[ὤρνυτο]] Hom.): λευκοὶ ὕπερθ᾽ ἐγένοντο κονισάλῳ Hom. (ахейцы) сверху стали белые от пыли.
}}
}}