κωτίλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωτίλος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[χελιδόνι]], [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ομιλητικός]], Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''κωτίλος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[χελιδόνι]], [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ομιλητικός]], Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωτίλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> говорливый, болтливый или щебечущий Theocr., Soph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> выразительный, многоговорящий (ῥήματα Theocr.; [[ὄμμα]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> манящий, соблазнительный (φίλτρα Anth.).
}}
}}