κυριεύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡριεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κύριος]] ή [[άρχοντας]] ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> έχω έννομη [[εξουσία]] να πράξω, με απαρ., [[παρά]] Αισχίν.
|lsmtext='''κῡριεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κύριος]] ή [[άρχοντας]] ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> έχω έννομη [[εξουσία]] να πράξω, με απαρ., [[παρά]] Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡριεύω:''' <b class="num">1)</b> иметь власть, господствовать (πάντων Xen.; νεκρῶν καὶ ζώντων NT): κυριεύεσθαι [[ὑπό]] τινος Arst. находиться в чьей-л. власти;<br /><b class="num">2)</b> получать власть, овладевать (τινός Polyb., Plut.).
}}
}}