3,258,211
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λακτιστής:''' -οῦ, ὁ, [[κάποιος]] που κτυπά, <i>ἵπποι λακτισταί</i>, που κλωτσούν, σε Ξεν.· <i>λακτιστὴς ληνοῦ</i>, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λακτιστής:''' -οῦ, ὁ, [[κάποιος]] που κτυπά, <i>ἵπποι λακτισταί</i>, που κλωτσούν, σε Ξεν.· <i>λακτιστὴς ληνοῦ</i>, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λακτιστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> брыкающийся, брыкливый (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> выдавливающий (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик. | |||
}} | }} |