λάξ: Difference between revisions

543 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάξ:''' επίρρ., με τα πόδια, με τις κλωτσιές, σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>λὰξ πατεῖσθαι</i>, να καταπατηθείς, να ποδοπατηθείς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λάξ:''' επίρρ., με τα πόδια, με τις κλωτσιές, σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>λὰξ πατεῖσθαι</i>, να καταπατηθείς, να ποδοπατηθείς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάξ:''' <b class="num">I</b> adv. пятой, ногой: λ. ([[προσ]])[[βάς]] Hom. наступив ногой; λ. ποδὶ κινήσας Hom. пошевеливая (спящего Диомеда) ногой; λ. πατεῖσθαι Aesch. быть попираемым ногами.<br /><b class="num">II</b> τό indecl. удар ногой или копытом, пинок (εἶχεν ἀεὶ [[τοῦτο]] τὸ λ. Luc.): λ. κινῆσαι πρός τινα Luc. лягнуть кого-л.
}}
}}