λαλητρίς: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰλητρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[λαλέω]]), ομιλητική [[γυναίκα]], φλύαρη, σε Ανθ.
|lsmtext='''λᾰλητρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[λαλέω]]), ομιλητική [[γυναίκα]], φλύαρη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰλητρίς:''' ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).
}}
}}