κόρευμα: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόρευμα:''' τό = [[κορεία]], [[παρθενία]], σε Ευρ., στον πληθ.
|lsmtext='''κόρευμα:''' τό = [[κορεία]], [[παρθενία]], σε Ευρ., στον πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρευμα:''' ατος τό pl. девственность Eur.
}}
}}