κῶμα: Difference between revisions

124 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῶμα:''' -ατος, τό ([[κεῖμαι]]), [[βαθύς]] ύπνος, λήθαργο, ύπνος [[γαλήνιος]], Λατ. [[sopor]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κῶμα:''' -ατος, τό ([[κεῖμαι]]), [[βαθύς]] ύπνος, λήθαργο, ύπνος [[γαλήνιος]], Λατ. [[sopor]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῶμα:''' ατος τό (тж. ὕπνου κ. Theocr.) сон, дремота Hom., Hes., Pind.
}}
}}