λιγυπνείων: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).
}}
}}