3,276,318
edits
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.). | |||
}} | }} |