λινουργός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που υφαίνει το [[λινάρι]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῐνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που υφαίνει το [[λινάρι]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνουργός:''' ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.
}}
}}