λῦμα: Difference between revisions

381 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῦμα:''' ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> нечистота, грязь (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> нечестие, позор (τῷ γήρᾳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> несчастье, пагуба, гибель (Ἀχαιῶν Eur.).
}}
}}