μακρόπνοος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει [[βαθιά]] [[ανάσα]], αυτός που παρατείνεται για [[πολύ]] χρόνο, σε Ευρ.
|lsmtext='''μακρόπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει [[βαθιά]] [[ανάσα]], αυτός που παρατείνεται για [[πολύ]] χρόνο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόπνοος:''' стяж. [[μακρόπνους]] 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v. l. [[μακρόπονος]]).
}}
}}