μαργάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαργάω:''' ([[μάργος]]), χρησιμ. μόνο στη μτχ. <i>μαργῶν</i>, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν [[ἱέναι]], είναι [[έτοιμος]] να τρελαθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''μαργάω:''' ([[μάργος]]), χρησιμ. μόνο στη μτχ. <i>μαργῶν</i>, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν [[ἱέναι]], είναι [[έτοιμος]] να τρελαθεί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαργάω:''' (только part. praes.)<br /><b class="num">1)</b> неистовствовать, быть в ярости: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;<br /><b class="num">2)</b> страстно желать (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν [[ἱέναι]] [[δόρυ]] Eur.).
}}
}}