3,277,121
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρμαίρω:''' (только praes.) блистать, сверкать, гореть как жар (χαλκῷ, σὺν ἔντεσι Hom.; ἄστροισι Aesch.): ὄμματα μαρμαίροντα Hom. горящие глаза. | |||
}} | }} |