μαρμαίρω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμαίρω:''' (только praes.) блистать, сверкать, гореть как жар (χαλκῷ, σὺν ἔντεσι Hom.; ἄστροισι Aesch.): ὄμματα μαρμαίροντα Hom. горящие глаза.
}}
}}