λυσίζωνος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσίζωνος:''' развязывающая пояс, т. е. разрешающая от бремени ([[Εἰλείθυια]] Theocr.).
}}
}}