μαλθακόφωνος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαλθᾱκόφωνος:''' сладкозвучный ([[ἀοιδή]] Pind.).
}}
}}