μελαμπαγής: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμπᾱγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), Δωρ. αντί <i>-πηγής</i>, [[μαύρος]] και [[πηχτός]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[μαύρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''μελαμπᾱγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), Δωρ. αντί <i>-πηγής</i>, [[μαύρος]] και [[πηχτός]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[μαύρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμπᾱγής:''' <b class="num">1)</b> черный и запекшийся ([[αἷμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> почерневший и твердый (sc. [[χαλκός]] Aesch.).
}}
}}