μελλόγαμος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλόγᾰμος:''' -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]], σε Σοφ., Θεόκρ.
|lsmtext='''μελλόγᾰμος:''' -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]], σε Σοφ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόγαμος:''' готовящийся вступить в брак ([[τᾶλις]] Soph.; [[γαμβρός]] Theocr.).
}}
}}