μεθιδρύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθιδρύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή [[κίνηση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μεθιδρύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή [[κίνηση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθιδρύω:''' переселять, перемещать (τι ἐπί τι Plat.; [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] μεθιδρυμένος Plut.).
}}
}}