μέλλησις: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλλησις:''' ἡ ([[μέλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική [[έννοια]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πρόθεση]] να γίνει [[κάτι]], που όμως δεν υλοποιήθηκε, [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]], στον ίδ.· <i>διὰ βραχείας μελλήσεως</i>, σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]] στην [[εκτέλεση]] κάποιας πράξης, σε Θουκ.
|lsmtext='''μέλλησις:''' ἡ ([[μέλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική [[έννοια]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πρόθεση]] να γίνει [[κάτι]], που όμως δεν υλοποιήθηκε, [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]], στον ίδ.· <i>διὰ βραχείας μελλήσεως</i>, σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]] στην [[εκτέλεση]] κάποιας πράξης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλλησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> медлительность, затягивание (τῆς ἐπιχειρήσεως Plut.): οὐ τῇ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Thuc. обороняясь не силой, а затягиванием (войны);<br /><b class="num">2)</b> задержка, отсрочка, промедление: διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς [[ἡμᾶς]] δεινῶν Thuc. так как они (т. е. афиняне) отложили мысль о том, чтобы расправиться с нами;<br /><b class="num">3)</b> приготовление (к чему-л.), готовность: τὸ [[ἀνδρεῖον]] μελλήσει ἐπικομπεῖν Thuc. похваляться храбростью, показывая свою готовность (к нападению);<br /><b class="num">4)</b> намерение: τὴν μέλλησιν ἔχειν Thuc. (только) намереваться, не идти дальше намерения.
}}
}}