μενεδήϊος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενεδήϊος:''' не отступающий перед врагом, стойкий в бою (οὐ γάρ τοι [[κραδίη]] μ. οὐδὲ [[μαχήμων]] Hom.).
}}
}}