3,254,072
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μενεδήϊος:''' не отступающий перед врагом, стойкий в бою (οὐ γάρ τοι [[κραδίη]] μ. οὐδὲ [[μαχήμων]] Hom.). | |||
}} | }} |