μερικός: Difference between revisions

3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μερῐκός:''' частичный Diog. L.
}}
}}