μετακινητός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακινητός:''' подлежащий изменению (νόμοι [[Solon]] ap. Plut.).
}}
}}