μελάγχροος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελάγχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, [[μελαχρινός]], σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. <i>μελάγχροες</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μελάγχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, [[μελαχρινός]], σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. <i>μελάγχροες</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάγχροος:''' стяж. [[μελάγχρους]] 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc.
}}
}}