μίν: Difference between revisions

491 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μίν:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Ιων. αιτ. ενικ. της αντων. και των τριών προσ. (βλ. ἵ) σε όλα τα γένη, αντί <i>αὐτόν</i>, <i>αὐτήν</i>, [[αὐτό]]· [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· Δωρ. και Αττ. <i>νιν</i>· ο Όμηρ. συμπαραθέτει τα <i>μὶν αὐτόν</i>, αυτόν τον ίδιο, ως επιτετ. τύπο· [[αλλά]] το <i>αὐτόνμιν</i> είναι [[αυτοπαθής]] αντων., αυτός ο [[ίδιος]], αντί <i>ἑαυτόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] ως γʹ πρόσ. πληθ. αντί <i>αὐτούς</i>, <i>αὐτάς</i>, <i>αὐτά</i>.
|lsmtext='''μίν:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Ιων. αιτ. ενικ. της αντων. και των τριών προσ. (βλ. ἵ) σε όλα τα γένη, αντί <i>αὐτόν</i>, <i>αὐτήν</i>, [[αὐτό]]· [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· Δωρ. και Αττ. <i>νιν</i>· ο Όμηρ. συμπαραθέτει τα <i>μὶν αὐτόν</i>, αυτόν τον ίδιο, ως επιτετ. τύπο· [[αλλά]] το <i>αὐτόνμιν</i> είναι [[αυτοπαθής]] αντων., αυτός ο [[ίδιος]], αντί <i>ἑαυτόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] ως γʹ πρόσ. πληθ. αντί <i>αὐτούς</i>, <i>αὐτάς</i>, <i>αὐτά</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μίν:''' (ῐ) эп.-ион. энклит. acc. sing. (реже pl.) к личному - у Her. тж. к возвратному - местоимению всех родов (= αὐτόν, αὐτήν, [[αὐτό]], ἑαυτόν - реже αὐτούς, αὐτάς, αύτά); в сочет. с μ. [[αὐτός]] сохраняет свое основное знач.: μὶν αὐτόν Hom. его самого; αὐτόν μ. Her. самого себя.
}}
}}