μηροτυπής: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηροτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.
|lsmtext='''μηροτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.).
}}
}}