3,274,729
edits
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λαμβάνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], που παρέχει δημόσια [[υπηρεσία]] αντί μισθού, [[μισθοφόρος]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>μισθοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>μισθοφόροι τριήρεις</i>, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μισθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λαμβάνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], που παρέχει δημόσια [[υπηρεσία]] αντί μισθού, [[μισθοφόρος]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>μισθοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>μισθοφόροι τριήρεις</i>, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ наемный солдат, наемник Thuc. etc.<br />получающий плату, служащий за жалованье, наемный (ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς [[ἀνήρ]] Plat.; τριήρεις Arph.). | |||
}} | }} |