μεταπέμπω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέμπω:''' преимущ. med. посылать за (кем-л.), вызывать, призывать, приглашать (τοὺς φίλους Arph.; μετεπέμψατο [[Ἀστυάγης]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα Xen.; [[ἦλθον]] μεταπεμφθείς NT): Ἀγαμέμνονος πέμψαντος [[μέτα]] (in tmesi с анастрофой) Eur. так как Агамемнон послал (за мной).
}}
}}