μογερός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μογερός:''' -ά, -όν ([[μόγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κοπιαστικός]], [[αλγεινός]], [[λυπηρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μογερός:''' -ά, -όν ([[μόγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κοπιαστικός]], [[αλγεινός]], [[λυπηρός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μογερός:''' <b class="num">1)</b> несчастный, страдающий ([[μήτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> мучительный (ἄχεα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> жестокий ([[Μοῖρα]] [[βαρυδότειρα]] Aesch.).
}}
}}