μορμώ: Difference between revisions

3
(25)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μορμώνα, ἡ (Α [[μορμώ]] και μορμών και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]], [[μομβρώ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μομμώ]])<br /><b>1.</b> [[μορμολύκειο]], [[φόβητρο]], [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>η [[Μορμώ]]<br />[[τέρας]] της αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά [[παιδιά]] λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα [[παιδιά]] και τά έκανε [[κουτσά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιφώνημα]] για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μορμ</i>-<i>ώ</i> προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[Γοργώ]]) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mormo</i>- «[[φρίκη]], [[φρικτός]], [[κυρίως]] όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. <i>formid</i><i>ō</i> «[[φόβος]]» (που προήλθε με [[ανομοίωση]]). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα [[παιδιά]], ήταν δηλ. ένα [[είδος]] θηλυκού μπαμπούλα, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Ακκώ</i>, <i>Αλφιτώ</i>. Οι τ. [[Μομμώ]] και <i>Μομβρώ</i> [[είναι]] παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο <i>Μόρμυθος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Γόργυθος</i>: [[Γοργώ]]), ενώ το ανθρωπωνύμιο <i>Μυρμίδας</i> και η ονομ. του λαού [[Μυρμιδόνες]] συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. [[μύρμηξ]]].
|mltxt=και μορμώνα, ἡ (Α [[μορμώ]] και μορμών και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]], [[μομβρώ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μομμώ]])<br /><b>1.</b> [[μορμολύκειο]], [[φόβητρο]], [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>η [[Μορμώ]]<br />[[τέρας]] της αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά [[παιδιά]] λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα [[παιδιά]] και τά έκανε [[κουτσά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιφώνημα]] για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μορμ</i>-<i>ώ</i> προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[Γοργώ]]) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mormo</i>- «[[φρίκη]], [[φρικτός]], [[κυρίως]] όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. <i>formid</i><i>ō</i> «[[φόβος]]» (που προήλθε με [[ανομοίωση]]). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα [[παιδιά]], ήταν δηλ. ένα [[είδος]] θηλυκού μπαμπούλα, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Ακκώ</i>, <i>Αλφιτώ</i>. Οι τ. [[Μομμώ]] και <i>Μομβρώ</i> [[είναι]] παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο <i>Μόρμυθος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Γόργυθος</i>: [[Γοργώ]]), ενώ το ανθρωπωνύμιο <i>Μυρμίδας</i> και η ονομ. του λαού [[Μυρμιδόνες]] συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. [[μύρμηξ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορμώ:''' οῦς ἡ пугало, страшилище, бука Theocr., Luc.: μ. τοῦ θράσους! Arph. ах, какая наглость!
}}
}}