μοσχίον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοσχίον:''' τό, υποκορ. του [[μόσχος]] Β, νεαρό [[μοσχάρι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μοσχίον:''' τό, υποκορ. του [[μόσχος]] Β, νεαρό [[μοσχάρι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχίον:''' τό молодой теленок, теленочек Theocr.
}}
}}