μυέω: Difference between revisions

488 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυέω:''' ([[μύω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμύησα</i> — Παθ. παρακ. <i>μεμύημαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εισάγω]] στα μυστήρια, <i>μυῆσαι</i>, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>οἱ μεμυημένοι</i>, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε [[κάτι]], τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ [[μεγάλα]] (ενν. <i>μυστήρια</i>) <i>μεμύησαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], με απαρ. ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μυέω:''' ([[μύω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμύησα</i> — Παθ. παρακ. <i>μεμύημαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εισάγω]] στα μυστήρια, <i>μυῆσαι</i>, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>οἱ μεμυημένοι</i>, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε [[κάτι]], τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ [[μεγάλα]] (ενν. <i>μυστήρια</i>) <i>μεμύησαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], με απαρ. ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυέω:''' <b class="num">1)</b> вводить в таинства, посвящать, pass. быть посвящаемым или посвященным (τὰ Καβείρων [[ὄργια]] Her.; τὰ [[μεγάλα]], sc. μυστήρια Plut.; ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι NT): οἱ μεμυημένοι Arph. посвященные;<br /><b class="num">2)</b> учить, просвещать (μ. τινα [[ἰδεῖν]] τι Anth.).
}}
}}