3,270,629
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νᾶπυ:''' τό = [[σινάπι]], βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο [[βλέμμα]], σε Αριστοφ.· πρβλ. [[κάρδαμον]]. | |lsmtext='''νᾶπυ:''' τό = [[σινάπι]], βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο [[βλέμμα]], σε Αριστοφ.· πρβλ. [[κάρδαμον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νᾶπυ:''' υος τό (dat. νάπυϊ) горчица Arst., Luc.: ν. βλέπειν Arph. глядеть мрачно, хмуриться. | |||
}} | }} |