μυριόδους: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόδους:''' 2, gen. όδοντος с огромными зубами ([[ἐλέφας]] Anth.).
}}
}}