μολύνω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μολύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Παθ., παρακ. <i>μεμόλυσμαι</i>, [[λεκιάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[ρυπαίνω]], σε Αριστοφ.· [[μολύνω]] τινά, τον [[μεταβάλλω]] σε [[κτήνος]], στον ίδ.· επίσης, [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]], [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, [[γίνομαι]] [[ρυπαρός]], <i>ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι</i>, κυλιέμαι στην [[αμάθεια]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μολύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Παθ., παρακ. <i>μεμόλυσμαι</i>, [[λεκιάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[ρυπαίνω]], σε Αριστοφ.· [[μολύνω]] τινά, τον [[μεταβάλλω]] σε [[κτήνος]], στον ίδ.· επίσης, [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]], [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, [[γίνομαι]] [[ρυπαρός]], <i>ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι</i>, κυλιέμαι στην [[αμάθεια]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μολύνω:''' (ῡ) [[μέλας]] (pf. pass. μεμόλυμμαι и μεμόλυσμαι)<br /><b class="num">1)</b> марать, пачкать (ἐαυτὸν τῷ πηλῷ Arst.): ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι Plat. коснеть в невежестве;<br /><b class="num">2)</b> осквернять (τινά Arph. и τι NT);<br /><b class="num">3)</b> недоваривать или недожаривать (τὰ μολυνόμενα δι᾽ ἀσθένειαν θερμότητος Arst.).
}}
}}