μύστις: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύστις:''' -ῐδος,<br /><b class="num">I.</b> θηλ. του [[μύστης]], ως επίθ., [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυσταγωγός]], σε Ανακρεόντ.
|lsmtext='''μύστις:''' -ῐδος,<br /><b class="num">I.</b> θηλ. του [[μύστης]], ως επίθ., [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυσταγωγός]], σε Ανακρεόντ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύστις:''' ῐδος adj. f вводящая в таинства, посвящающая в мистерии (ἡ [[Κύπρις]] Anacr.).
}}
}}