μισθοδοτέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] [[μισθό]], αμτβ., σε Ξεν., Δημ.· με αιτ., [[εφοδιάζω]] με [[μισθό]], [[παρέχω]] [[μισθό]], Ψήφισμα [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''μισθοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] [[μισθό]], αμτβ., σε Ξεν., Δημ.· με αιτ., [[εφοδιάζω]] με [[μισθό]], [[παρέχω]] [[μισθό]], Ψήφισμα [[παρά]] Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοδοτέω:''' <b class="num">1)</b> выплачивать жалованье (τινι Xen., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> оплачивать (τοὺς ὁπλίτας Dem.; τὴν δύναμιν Polyb.): μισθοδοτεῖσθαι τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων Polyb. получать невыплаченное или задержанное жалованье.
}}
}}